Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
View word page
καλύπτης
tile

ShortDef

tile

Debugging

Headword:
καλύπτης
Headword (normalized):
καλύπτης
Headword (normalized/stripped):
καλυπτης
IDX:
44725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44726
Key:

Data

{'content': 'tile'}