Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
Κάλχας
View word page
καλυπτήριον
covering

ShortDef

covering

Debugging

Headword:
καλυπτήριον
Headword (normalized):
καλυπτήριον
Headword (normalized/stripped):
καλυπτηριον
IDX:
44724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44725
Key:

Data

{'content': 'covering'}