Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
Καλυψώ
καλχαίνω
View word page
καλυπτηρίζω
cover with tiles

ShortDef

cover with tiles

Debugging

Headword:
καλυπτηρίζω
Headword (normalized):
καλυπτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
καλυπτηριζω
IDX:
44723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44724
Key:

Data

{'content': 'cover with tiles'}