Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
κάλυψις
View word page
καλύπτειρα
a veil
ShortDef
a veil
Debugging
Headword:
καλύπτειρα
Headword (normalized):
καλύπτειρα
Headword (normalized/stripped):
καλυπτειρα
IDX:
44721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44722
Key:
Data
{'content': 'a veil'}