Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
καλυφή
View word page
κάλυξ
a covering
ShortDef
a covering
Debugging
Headword:
κάλυξ
Headword (normalized):
κάλυξ
Headword (normalized/stripped):
καλυξ
IDX:
44720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44721
Key:
Data
{'content': 'a covering'}