Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
καλύπτω
View word page
Καλύμνιος
of Calymne

ShortDef

of Calymne

Debugging

Headword:
Καλύμνιος
Headword (normalized):
καλύμνιος
Headword (normalized/stripped):
καλυμνιος
IDX:
44719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44720
Key:

Data

{'content': 'of Calymne'}