Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτρη
View word page
κάλυμμα
a head-covering
ShortDef
a head-covering
Debugging
Headword:
κάλυμμα
Headword (normalized):
κάλυμμα
Headword (normalized/stripped):
καλυμμα
IDX:
44718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44719
Key:
Data
{'content': 'a head-covering'}