Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
καλύπτρα
View word page
καλυκῶπις
like a budding flower in face

ShortDef

like a budding flower in face

Debugging

Headword:
καλυκῶπις
Headword (normalized):
καλυκῶπις
Headword (normalized/stripped):
καλυκωπις
IDX:
44717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44718
Key:

Data

{'content': 'like a budding flower in face'}