Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
καλύπτης
καλυπτός
View word page
καλυκώδης
cup-shaped

ShortDef

cup-shaped

Debugging

Headword:
καλυκώδης
Headword (normalized):
καλυκώδης
Headword (normalized/stripped):
καλυκωδης
IDX:
44716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44717
Key:

Data

{'content': 'cup-shaped'}