Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
καλυπτήριον
View word page
Καλυδών
Calydon (f., the town; m. the mythical founder)

ShortDef

Calydon (f., the town; m. the mythical founder)

Debugging

Headword:
Καλυδών
Headword (normalized):
καλυδών
Headword (normalized/stripped):
καλυδων
IDX:
44714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44715
Key:

Data

{'content': 'Calydon (f., the town; m. the mythical founder)'}