Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
καλυπτηρίζω
View word page
καλύδριον
small cable
ShortDef
small cable
Debugging
Headword:
καλύδριον
Headword (normalized):
καλύδριον
Headword (normalized/stripped):
καλυδριον
IDX:
44713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44714
Key:
Data
{'content': 'small cable'}