Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτήρ
View word page
καλυβός
chamber
ShortDef
chamber
Debugging
Headword:
καλυβός
Headword (normalized):
καλυβός
Headword (normalized/stripped):
καλυβος
IDX:
44712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44713
Key:
Data
{'content': 'chamber'}