Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
καλύπτειρα
View word page
καλυβοποιΐα
making of cabins

ShortDef

making of cabins

Debugging

Headword:
καλυβοποιΐα
Headword (normalized):
καλυβοποιΐα
Headword (normalized/stripped):
καλυβοποιια
IDX:
44711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44712
Key:

Data

{'content': 'making of cabins'}