Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
κάλυξ
View word page
καλυβοποιέομαι
make oneself a cabin

ShortDef

make oneself a cabin

Debugging

Headword:
καλυβοποιέομαι
Headword (normalized):
καλυβοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
καλυβοποιεομαι
IDX:
44710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44711
Key:

Data

{'content': 'make oneself a cabin'}