Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
Καλύμνιος
View word page
καλυβίτης
living in a hut

ShortDef

living in a hut

Debugging

Headword:
καλυβίτης
Headword (normalized):
καλυβίτης
Headword (normalized/stripped):
καλυβιτης
IDX:
44709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44710
Key:

Data

{'content': 'living in a hut'}