Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
κάλυμμα
View word page
καλύβιον
(dim. of καλύβη) hut, cabin, cell

ShortDef

(dim. of καλύβη) hut, cabin, cell

Debugging

Headword:
καλύβιον
Headword (normalized):
καλύβιον
Headword (normalized/stripped):
καλυβιον
IDX:
44708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44709
Key:

Data

{'content': '(dim. of καλύβη) hut, cabin, cell'}