Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καλουῖνος
καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
καλυκῶπις
View word page
καλύβη
a hut, cabin, cell

ShortDef

a hut, cabin, cell

Debugging

Headword:
καλύβη
Headword (normalized):
καλύβη
Headword (normalized/stripped):
καλυβη
IDX:
44707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44708
Key:

Data

{'content': 'a hut, cabin, cell'}