Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλοτύπος
Καλουῖνος
καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
καλυκοστέφανος
καλυκώδης
View word page
καλυβεύς
cottager

ShortDef

cottager

Debugging

Headword:
καλυβεύς
Headword (normalized):
καλυβεύς
Headword (normalized/stripped):
καλυβευς
IDX:
44706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44707
Key:

Data

{'content': 'cottager'}