Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλοτύπος
Καλουῖνος
καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
Καλυδών
View word page
κάλπη2
pitcher
ShortDef
trot
pitcher
Debugging
Headword:
κάλπη2
Headword (normalized):
κάλπη
Headword (normalized/stripped):
καλπη2
IDX:
44704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44705
Key:
Data
{'content': 'pitcher'}