Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλοτύπος
Καλουῖνος
καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
καλύδριον
View word page
κάλπη
trot

ShortDef

trot
pitcher

Debugging

Headword:
κάλπη
Headword (normalized):
κάλπη
Headword (normalized/stripped):
καλπη
IDX:
44703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44704
Key:

Data

{'content': 'trot'}