Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλοσχηματίζομαι
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλοτύπος
Καλουῖνος
καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
καλυβοποιέομαι
καλυβοποιΐα
καλυβός
View word page
καλπασμός
trotting
ShortDef
trotting
Debugging
Headword:
καλπασμός
Headword (normalized):
καλπασμός
Headword (normalized/stripped):
καλπασμος
IDX:
44702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44703
Key:
Data
{'content': 'trotting'}