Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάλος
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλοτύπος
Καλουῖνος
καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
καλυβεύς
καλύβη
καλύβιον
καλυβίτης
View word page
καλοφόρος
wood-carrier
ShortDef
wood-carrier
Debugging
Headword:
καλοφόρος
Headword (normalized):
καλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
καλοφορος
IDX:
44699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44700
Key:
Data
{'content': 'wood-carrier'}