Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
ἀμέλαθρος
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελής2
ἀμελητέον
ἀμελητέος
ἀμελητής
View word page
ἀμέλγω
to milk

ShortDef

to milk

Debugging

Headword:
ἀμέλγω
Headword (normalized):
ἀμέλγω
Headword (normalized/stripped):
αμελγω
IDX:
4469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4470
Key:

Data

{'content': 'to milk'}