Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγησίχορος
ἁγητήρ
ἀγητός
Ἀγήτωρ
ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
View word page
ἀγινέω
to lead, bring, carry

ShortDef

to lead, bring, carry

Debugging

Headword:
ἀγινέω
Headword (normalized):
ἀγινέω
Headword (normalized/stripped):
αγινεω
IDX:
446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-447
Key:

Data

{'content': 'to lead, bring, carry'}