Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλόπους
καλόπους2
καλοπρόσωπος
καλός
κάλος
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλοτύπος
Καλουῖνος
καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
κάλπη
κάλπη2
κάλπις
View word page
καλότροπος
well-mannered

ShortDef

well-mannered

Debugging

Headword:
καλότροπος
Headword (normalized):
καλότροπος
Headword (normalized/stripped):
καλοτροπος
IDX:
44695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44696
Key:

Data

{'content': 'well-mannered'}