Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλοποιέω
καλοποιός
καλοπούς
καλόπους
καλόπους2
καλοπρόσωπος
καλός
κάλος
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλοτύπος
Καλουῖνος
καλοΰφαντος
καλοφόρος
καλόφυλλος
καλπάζω
καλπασμός
View word page
καλοσχηματίζομαι
to be grouped in propitious lineation
ShortDef
to be grouped in propitious lineation
Debugging
Headword:
καλοσχηματίζομαι
Headword (normalized):
καλοσχηματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καλοσχηματιζομαι
IDX:
44692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44693
Key:
Data
{'content': 'to be grouped in propitious lineation'}