Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλολάϊγξ
κᾶλον
καλοπαίκτης
καλοπέδιλα
καλοπλόκος
καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλοπούς
καλόπους
καλόπους2
καλοπρόσωπος
καλός
κάλος
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
καλοτύπος
View word page
καλόπους2
[with beautiful feet]

ShortDef

shoemaker's last
[with beautiful feet]

Debugging

Headword:
καλόπους2
Headword (normalized):
καλόπους
Headword (normalized/stripped):
καλοπους2
IDX:
44686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44687
Key:

Data

{'content': '[with beautiful feet]'}