Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλοκοπέω
καλολάϊγξ
κᾶλον
καλοπαίκτης
καλοπέδιλα
καλοπλόκος
καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλοπούς
καλόπους
καλόπους2
καλοπρόσωπος
καλός
κάλος
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
καλότης
καλοτίθηνος
καλότροπος
View word page
καλόπους
shoemaker's last

ShortDef

shoemaker's last
[with beautiful feet]

Debugging

Headword:
καλόπους
Headword (normalized):
καλόπους
Headword (normalized/stripped):
καλοπους
IDX:
44685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44686
Key:

Data

{'content': "shoemaker's last"}