Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλοκἀγαθός
καλόκαιρος
καλοκέραστος
καλοκοπέω
καλολάϊγξ
κᾶλον
καλοπαίκτης
καλοπέδιλα
καλοπλόκος
καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλοπούς
καλόπους
καλόπους2
καλοπρόσωπος
καλός
κάλος
καλοσύμβουλος
καλοσύντυχος
καλοσχηματίζομαι
View word page
καλοποιέω
to do good
ShortDef
to do good
Debugging
Headword:
καλοποιέω
Headword (normalized):
καλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
καλοποιεω
IDX:
44682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44683
Key:
Data
{'content': 'to do good'}