Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
ἀμέλαθρος
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελής2
ἀμελητέον
View word page
ἀμείωτος
not to be diminished

ShortDef

not to be diminished

Debugging

Headword:
ἀμείωτος
Headword (normalized):
ἀμείωτος
Headword (normalized/stripped):
αμειωτος
IDX:
4467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4468
Key:

Data

{'content': 'not to be diminished'}