Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
καλόκαιρος
καλοκέραστος
καλοκοπέω
καλολάϊγξ
κᾶλον
καλοπαίκτης
καλοπέδιλα
καλοπλόκος
καλοπόδιον
καλοποιέω
καλοποιός
καλοπούς
καλόπους
View word page
καλοκοπέω
cut wood
ShortDef
cut wood
Debugging
Headword:
καλοκοπέω
Headword (normalized):
καλοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
καλοκοπεω
IDX:
44675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44676
Key:
Data
{'content': 'cut wood'}