Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμείλιχος
Ἀμεινοκλῆς
ἀμείνων
ἀμειξία
ἀμειπτικός
ἀμείρω
Ἀμειψίας
ἀμειψιρρυσμέω
ἀμειψιρρυσμία
ἄμειψις
ἀμείψιχρον
ἀμείωτος
ἀμέλαθρος
ἀμέλγω
ἀμέλει
ἀμέλεια
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελής2
View word page
ἀμείψιχρον
changing colour
ShortDef
changing colour
Debugging
Headword:
ἀμείψιχρον
Headword (normalized):
ἀμείψιχρον
Headword (normalized/stripped):
αμειψιχρον
IDX:
4466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4467
Key:
Data
{'content': 'changing colour'}