Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
καλόκαιρος
καλοκέραστος
καλοκοπέω
καλολάϊγξ
κᾶλον
View word page
καλοθελής
benevolent

ShortDef

benevolent

Debugging

Headword:
καλοθελής
Headword (normalized):
καλοθελής
Headword (normalized/stripped):
καλοθελης
IDX:
44667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44668
Key:

Data

{'content': 'benevolent'}