Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
καλόκαιρος
καλοκέραστος
View word page
καλοεργός
well-doing, good

ShortDef

well-doing, good

Debugging

Headword:
καλοεργός
Headword (normalized):
καλοεργός
Headword (normalized/stripped):
καλοεργος
IDX:
44664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44665
Key:

Data

{'content': 'well-doing, good'}