Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοήθης
καλοθέλεια
καλοθελής
καλοιώνιστος
καλοκἀγαθέω
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
View word page
καλοέργαστος
well-wrought
ShortDef
well-wrought
Debugging
Headword:
καλοέργαστος
Headword (normalized):
καλοέργαστος
Headword (normalized/stripped):
καλοεργαστος
IDX:
44662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44663
Key:
Data
{'content': 'well-wrought'}