Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοήθης
καλοθέλεια
View word page
καλόβιος
living decorously

ShortDef

living decorously

Debugging

Headword:
καλόβιος
Headword (normalized):
καλόβιος
Headword (normalized/stripped):
καλοβιος
IDX:
44656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44657
Key:

Data

{'content': 'living decorously'}