Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
καλοήθης
View word page
καλοβάτης
tight-rope walker

ShortDef

tight-rope walker

Debugging

Headword:
καλοβάτης
Headword (normalized):
καλοβάτης
Headword (normalized/stripped):
καλοβατης
IDX:
44655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44656
Key:

Data

{'content': 'tight-rope walker'}