Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
καλοεργός
View word page
καλοβατέω
walk on the tight-rope

ShortDef

walk on the tight-rope

Debugging

Headword:
καλοβατέω
Headword (normalized):
καλοβατέω
Headword (normalized/stripped):
καλοβατεω
IDX:
44654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44655
Key:

Data

{'content': 'walk on the tight-rope'}