Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
καλοεργέτις
View word page
καλοβάμων
tight-rope walker

ShortDef

tight-rope walker

Debugging

Headword:
καλοβάμων
Headword (normalized):
καλοβάμων
Headword (normalized/stripped):
καλοβαμων
IDX:
44653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44654
Key:

Data

{'content': 'tight-rope walker'}