Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
καλοέργαστος
View word page
καλοαγόραστος
well-bought, cheap

ShortDef

well-bought, cheap

Debugging

Headword:
καλοαγόραστος
Headword (normalized):
καλοαγόραστος
Headword (normalized/stripped):
καλοαγοραστος
IDX:
44652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44653
Key:

Data

{'content': 'well-bought, cheap'}