Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
καλοειδής
View word page
καλλωσόν
(callosum) rind of pork, crackling
ShortDef
(callosum) rind of pork, crackling
Debugging
Headword:
καλλωσόν
Headword (normalized):
καλλωσόν
Headword (normalized/stripped):
καλλωσον
IDX:
44651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44652
Key:
Data
{'content': '(callosum) rind of pork, crackling'}