Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
καλοδιδάσκαλος
View word page
καλλωπιστής
one who adorns himself, dandy
ShortDef
one who adorns himself, dandy
Debugging
Headword:
καλλωπιστής
Headword (normalized):
καλλωπιστής
Headword (normalized/stripped):
καλλωπιστης
IDX:
44650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44651
Key:
Data
{'content': 'one who adorns himself, dandy'}