Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλοσύνη
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
καλογνώμων
View word page
καλλωπιστεία
beauty of style, poetica

ShortDef

beauty of style, poetica

Debugging

Headword:
καλλωπιστεία
Headword (normalized):
καλλωπιστεία
Headword (normalized/stripped):
καλλωπιστεια
IDX:
44649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44650
Key:

Data

{'content': 'beauty of style, poetica'}