Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
καλόγηρος
καλόγηρυς
View word page
καλλωπισμός
an adorning oneself, making a display

ShortDef

an adorning oneself, making a display

Debugging

Headword:
καλλωπισμός
Headword (normalized):
καλλωπισμός
Headword (normalized/stripped):
καλλωπισμος
IDX:
44648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44649
Key:

Data

{'content': 'an adorning oneself, making a display'}