Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλονή
καλλοποιός
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
καλοβάτης
καλόβιος
View word page
καλλωπίζω
to make the face beautiful

ShortDef

to make the face beautiful

Debugging

Headword:
καλλωπίζω
Headword (normalized):
καλλωπίζω
Headword (normalized/stripped):
καλλωπιζω
IDX:
44646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44647
Key:

Data

{'content': 'to make the face beautiful'}