Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιώνυμος
καλλονάριον
καλλονή
καλλοποιός
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
καλοβάμων
καλοβατέω
View word page
καλλύνω
to beautify

ShortDef

to beautify

Debugging

Headword:
καλλύνω
Headword (normalized):
καλλύνω
Headword (normalized/stripped):
καλλυνω
IDX:
44644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44645
Key:

Data

{'content': 'to beautify'}