Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καλλίχορον
καλλίχορος
καλλιώνυμος
καλλονάριον
καλλονή
καλλοποιός
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
καλλωσόν
καλοαγόραστος
View word page
καλλυντής
sweeper, cleaner
ShortDef
sweeper, cleaner
Debugging
Headword:
καλλυντής
Headword (normalized):
καλλυντής
Headword (normalized/stripped):
καλλυντης
IDX:
44642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44643
Key:
Data
{'content': 'sweeper, cleaner'}