Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάλλιχθυς
καλλίχοιρος
Καλλίχορον
καλλίχορος
καλλιώνυμος
καλλονάριον
καλλονή
καλλοποιός
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
καλλωπιστής
View word page
κάλλυνθρον
sweeper, duster

ShortDef

sweeper, duster

Debugging

Headword:
κάλλυνθρον
Headword (normalized):
κάλλυνθρον
Headword (normalized/stripped):
καλλυνθρον
IDX:
44640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44641
Key:

Data

{'content': 'sweeper, duster'}