Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλιχέλωνος
κάλλιχθυς
καλλίχοιρος
Καλλίχορον
καλλίχορος
καλλιώνυμος
καλλονάριον
καλλονή
καλλοποιός
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλλωπιστεία
View word page
καλλοσύνη
beauty

ShortDef

beauty

Debugging

Headword:
καλλοσύνη
Headword (normalized):
καλλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
καλλοσυνη
IDX:
44639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44640
Key:

Data

{'content': 'beauty'}