Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλλίφως
καλλίχειρ
καλλιχέλωνος
κάλλιχθυς
καλλίχοιρος
Καλλίχορον
καλλίχορος
καλλιώνυμος
καλλονάριον
καλλονή
καλλοποιός
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυνθρον
καλλυντήριος
καλλυντής
κάλλυντρον
καλλύνω
κάλλυσμα
καλλωπίζω
καλλώπισμα
View word page
καλλοποιός
producing beauty

ShortDef

producing beauty

Debugging

Headword:
καλλοποιός
Headword (normalized):
καλλοποιός
Headword (normalized/stripped):
καλλοποιος
IDX:
44637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44638
Key:

Data

{'content': 'producing beauty'}